κατακρημνίζεται

κατακρημνίζεται
κατακρημνίζω
throw down a precipice
pres ind mp 3rd sg
κατακρημνίζω
throw down a precipice
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευκολόρριχτος — η, ο 1. αυτός που κατακρημνίζεται, που καταρρίπτεται εύκολα 2. (για οικοδομή) αυτός που κατασκευάζεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”